- πρωτοπαγής
- πρωτοπαγήςjust put togethermasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρωτοπαγής — ές, Α 1. αυτός που κατασκευάζεται για πρώτη φορά ή ο νεοκατασκευασμένος 2. φρ. «τὸ πρωτοπαγὲς σχῆμα» λέγεται για καταρράκτη τών ματιών που μόλις αρχίζει να εκδηλώνεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + παγής (< θ. παγ τού πήγνυμι, πρβλ. ἐ πά γην),… … Dictionary of Greek
πρωτοπαγῆ — πρωτοπαγής just put together neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πρωτοπαγής just put together masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πρωτοπαγής just put together masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοπαγεῖ — πρωτοπαγής just put together masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) πρωτοπαγής just put together masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοπαγεῖς — πρωτοπαγής just put together masc/fem acc pl πρωτοπαγής just put together masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοπαγέα — πρωτοπαγής just put together neut nom/voc/acc pl (epic ionic) πρωτοπαγής just put together masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοπαγές — πρωτοπαγής just put together masc/fem voc sg πρωτοπαγής just put together neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοπαγοῦς — πρωτοπαγής just put together masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτ(ο)- — και πρωθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πρῶτος και δηλώνει: α) ότι κάτι γίνεται, συμβαίνει για πρώτη φορά (πρβλ. πρωτο γεννώ, πρωτο λέγω, πρωτο φανής) β) ότι κάποιος ενεργεί ή δέχεται μια… … Dictionary of Greek